αγιουτάντες

αγιουτάντες
ο
1. βοηθός, υπασπιστής
2. μαθητευόμενος τεχνίτης, παραγιός
3. σχοινί πλοίου, με το οποίο ανασύρεται η κεραία τού ιστίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. aiutante (= βοηθός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”